- διεθίζῃ
- διεθίζωbecome chronicpres subj mp 2nd sgδιεθίζωbecome chronicpres ind mp 2nd sgδιεθίζωbecome chronicpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλαία — κεφαλαία, ἡ (ΑΜ) [κεφαλαίος] χρόνια κεφαλαλγία, συνεχής ή περιοδική («ἢν δὲ διεθίζῃ χρόνῳ μακρῷ τὸ ἄλγημα, καὶ περιόδοισι μακρῇσι καὶ πολλῇς, καὶ προσεπιγίγνηται μείζω τε καὶ πλεῡνον δυσαλθῇ, κεφαλαίην κικλήσκομεν», Αρετ.) … Dictionary of Greek